λάγανο

λάγανο
το (Α λάγανον)
νεοελλ.
πρόχειρο ψωμί ψημένο σε χόβολη, σε ζεστή στάχτη, σταχτόπιτα
αρχ.
λεπτή πίτα ζυμωμένη και ψημένη με λάδι, που μπορεί να αποτελείται και από πολλά λεπτά φύλλα ζύμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγ- (πρβλ. λαγαίω) + επίθημα -ανο (πρβλ. σφάγ-ανο, τράγ-ανο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαγάνα — η 1. ψωμί με ελλειψοειδές σχήμα που παρασκευάζεται χωρίς προζύμι και τρώγεται, κατά το έθιμο, την Καθαρά Δευτέρα 2. πίτα από αλεύρι και λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λάγανο, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • λαγάνιον — λαγάνιον, τὸ (Α) [λάγανον] υποκορ. τού λάγανο(ν) …   Dictionary of Greek

  • λαγανοφακή — λαγανοφακῆ, ἡ (Α) πίτα από αλεύρι φακής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγανο + φακῆ] …   Dictionary of Greek

  • λαγανόψωμο — το ψωμί με σχήμα λαγάνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγανο + ψωμί] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”